Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Underground: Burning Tree - Burning Tree (1990)


Οι παλαιότεροι σίγουρα θυμούνται τις τάσεις που επικρατούσαν στη μουσική βιομηχανία στα τέλη των 80s. Το κραταιό poser/hair metal του LA, που μονοπώλησε εμπορικά τη δεκαετία, βρισκόταν σε ύφεση. Παράλληλα, από το βόρειο και βροχερό Seattle άρχισε να αναδύεται το φαινόμενο του grunge, το οποίο έστειλε το poser στη λήθη, με την κυκλοφορία του "Nevermind" των Nirvana το 1991. Ούτε λόγος εκείνη την περίοδο βέβαια για blues, rock και hard rock. Ακόμα και η πιο βαριά σκηνή του thrash metal, που άνθισε μετά τα μέσα του '80, έδειχνε να περνάει μια κρίση ταυτότητας. Αυτή η κρίση επιβεβαιώθηκε από τις μπαλάντες που κυκλοφόρησαν πολλές μπάντες του genre και κορυφώθηκε με το "Black Album" των Metallica, επίσης το 1991.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια δημιουργήθηκε και έδρασε το power trio των Burning Tree. To γκρουπ αποτελούταν από τους Marc Ford στην κιθάρα και τα φωνητικά, τον Mark Dutton στο μπάσο και τον Doni Gray στα drums, και είχε σαν βάση του το Los Angeles, τη Μέκκα δηλαδή του hair metal κινήματος. Αντίθετα με τους συναδέλφους τους, οι Burning Tree όχι απλά δεν αποτέλεσαν μέλη του παραπάνω κινήματος, αλλά έδειχναν και μια αντιπάθεια προς αυτό. Η νοοτροπία τους φαίνεται ξεκάθαρα μέσα στο τραγούδι τους "Wigs, Hats and High Heeled Shoes" όπου οι στίχοι στο refrain χαρακτηριστικά λένε "Well we could put on wigs and high heeled shoes/we could lose and sing the blues". Το καλιφορνέζικο trio επέλεξε να κάνει αυτό που αγαπάει, δηλαδή να τιμήσει τα blues, το rock και τη southern μουσική της Αμερικής. Βέβαια έπαιξαν και έχασαν, καθώς εμπορικά το πρώτο και μοναδικό τους ομώνυμο LP του 1990 πάτωσε. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μεγάλη νίκη για τους τρεις μουσικούς. Σε μια περίοδο που λίγοι τολμούσαν να ξεφύγουν από τα μουσικά στεγανά που είχαν επιβληθεί και ενώ όλοι κυνηγούσαν το single που θα τους εκτόξευε στην κορυφή των charts, οι τρεις Αμερικάνοι επέλεξαν να φύγουν από την πεπατημένη. Η μουσική τους έχει για οδηγούς καλλιτέχνες όπως οι Mountain, οι Cream και ο Stevie Ray Vaughn. Οι Burning Tree σίγουρα υπήρξαν αναχρονιστικοί, αλλά δεν ήταν επ'ουδενί οπισθοδρομικοί, τολμώντας να εκσυγχρονίσουν και να εκμοντερνίσουν τα blues-rock των 70s και όχι απλά να τα αναπαράγουν σε μια καινούρια δεκαετία με πιο σύγχρονα μέσα.

Ο δίσκος ξεκινά με άγριες διαθέσεις, με το δυναμικό rocker "Burning Tree". Ήδη από το εναρκτήριο αυτό τραγούδι ξεχωρίζει η fuzzy κιθάρα του Marc Ford. Συνέχεια με το "Wigs, Hats and High Heeled Shoes", για το οποίο έγινε αναφορά και προηγουμένως. Groovy μπάσο, μυρωδιά από Texas, υπέροχο refrain τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, με το φάντασμα του Stevie Ray Vaughn να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των τριών μουσικών. Τα "Fly on" και "Masquerade" αποτελούν ίσως τις δυο σκληρότερες στιγμές του LP. Η Epic Records, η δισκογραφική εταιρία που κυκλοφόρησε το album, προσπάθησε έντονα να προωθήσει το "Fly οn", δυστυχώς χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η αποτυχία στα charts ασφαλώς και δεν αποτελεί κριτήριο για την αξία του τραγουδιού, που κατά την άποψη μου είναι ένα από τα κορυφαία του δίσκου. Ο χειρισμός αυτός της Epic πάντως μου φαντάζει περίεργος και άστοχος. Όταν στο album υπάρχει το ιδιαιτέρως radio-friendly "Mistreated Lover", δεν καταλαβαίνω με ποιο σκεπτικό δεν το επιλέγεις σαν πρώτο σου single. Πολύ όμορφο τραγούδι, μελωδικό, με ρυθμό που σου χαράζεται στο μυαλό και τον μεγάλο Booker T Jones (Booker T & the MG's) στο hammond. Το "Playing with the Wind" είναι το πρώτο μελαγχολικό κομμάτι του ντεμπούτου των Burning Tree. Ατμοσφαιρικό και συνάμα έντονο mid-tempo τραγούδι με το solo του Ford να είναι right το the point. Έπονται δυο ακόμα hard rock στιγμές, τα "Last Laugh" και "Same Old Story" με πολύ high hat από τον Doni Gray. Και στα δύο αυτά τραγούδια η απόδοση του drummer είναι εξαιρετική και το παίξιμο του είναι γεμάτο ενέργεια.

Το group ρίχνει για πρώτη φορά το ρυθμό με το "Crush", μια μπαλάντα που έχει ως θέμα της τα κίνητρα που κρύβουν όσοι ακολουθούν τη μπάντα, από τους απλούς fans έως και τα ίδια τα μέλη του συγκροτήματος. Αν και το "Crush" είναι ιδιαιτέρως αξιόλογο, ωχριά σε σύγκριση με την έτερη ήρεμη στιγμή του δίσκου, το μαγευτικό "Baker's Song". Το τραγούδι αυτό ξεκινάει ακουστικά, με το hammond να γεμίζει υπέροχα τον ήχο, και συνεχίζει ηλεκτρίζοντας τη ροή του και αυξάνοντας τα decibel έως το τέλος τπυ. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν τα background vocals της Kirsten Jones που ακούγοντας τα, με κάνουν να σκεφτώ πως κάποιες μικρές λεπτομέρειες, σαν τα φωνητικά της στο "Baker's Song", μπορούν να απογειώσουν ένα τραγούδι. Το "Baby Blue" έχει new rock χροιά, που συνδυάζεται υπέροχα με τα blues των Burning Tree. Το LP κλείνει με το grungy "Turtle" το οποίο εκτός από περίεργο τίτλο έχει και περίεργους στίχους, καθώς κατά τα φαινόμενα αναφέρεται σε μία χορευτική κίνηση.

Μετά την κυκλοφορία του "Burning Tree", η μπάντα βγήκε στο δρόμο για να προωθήσει τον πρώτο της δίσκο και βρέθηκε να περιοδεύει μαζί με τους Quireboys και τους Black Crowes, μεταξύ άλλων. Οι κριτικές που έλαβε το album ήταν εξόχως θετικές και ενθαρρυντικές, αλλά το γεγονός αυτό δεν φάνηκε να ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Epic Records, που περίμενε κάποιο #1 hit από το συγκρότημα. Η επιτυχία στα charts δεν ήρθε ποτέ και η Epic αποδέσμευσε τους Burning Tree, καθώς δεν εκπλήρωσαν τους όρους του συμβολαίου τους. Μετά από λίγο διάστημα ο Dutton αποχωρεί και η χαριστική βολή έρχεται το 1991, όταν ο Marc Ford δέχεται πρόταση από τους Black Crowes για να ενταχθεί σε αυτούς. Ο Ford φυσικά αποδέχεται αυτή τη μοναδική ευκαιρία και το group διαλύεται. Οι Burning Tree επανενώθηκαν το 2006 για λίγες συναυλίες, αλλά ένα τραυματισμός στον αυχένα του Gray δεν επέτρεψε το reunion να προχωρήσει περαιτέρω.

Tracks Listing:

1. Burning Tree
2. Wigs, Blues and High Heeled Shoes
3. Fly On
4. Mistreated Lover
5. Masquerade
6. Playing in the Wind
7. Last Laugh
8. Crush
9. Same Old Story
10. Baker's Song
11. Baby Blue
12. Turtle


Band Lineup:

Vocals/Guitars: Marc Ford
Bass: Mark Dutton
Drums: Doni Gray


Album Link: http://www.mediafire.com/?djjeen142a4n1nj

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου